Η γονικότητα ξεκινά από την ανάδυση της επιθυμίας για την απόκτηση ενός παιδιού, συνεχίζεται με τη σύλληψη, την εγκυμοσύνη, τη γέννα και αποτελεί μια διαδρομή συνεχούς εξέλιξης και εξερεύνησης των αλλαγών και προκλήσεων που επιφέρει. Σύμφωνα με τον Mercer, η διαδικασία της μητρότητας για μια γυναίκα ενέχει περιόδους αστάθειας, μεγάλων αλλαγών και αναδιοργάνωσης της ζωής και θα πρέπει να εξεταστεί μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ανήκει ( 2004, όπ. αναφ. στο Javadifar, 2016).
Στην παρούσα εργασία θα αναφερθούμε στον αντίκτυπο της γονεϊκότητας στη μητέρα την περίοδο που ακολουθεί τη γέννηση του παιδιού. Σύμφωνα με την έρευνα των Javadifar et al., η νέα μητέρα αισθάνεται σύγχυση και αμφιθυμία σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση και τις προσδοκίες και φαντασιώσεις που είχε πριν γίνει μητέρα. Η προσαρμογή στο νέο ρόλο τη φέρνει αντιμέτωπη με τις δικές της προσδοκίες αλλά και τις προσδοκίες των άλλων για τον εαυτό της, ενισχύοντας τα αισθήματα απροετοιμασίας και ανεπάρκειας. Ειδικά κατά τις πρώτες μέρες και εβδομάδες μετά τον τοκετό η μητέρα ξαφνικά νιώθει απώλεια του ελέγχου της ζωής της και αναπτύσσει συνακόλουθα αισθήματα ανικανότητας, έλλειψης αυτοπεποίθησης, ταλαιπωρίας και κούρασης. Από τη μία πλευρά έχει να διαχειριστεί το φόβο και το άγχος για την υγεία του παιδιού της και από την άλλη την αγωνία της για την αποτελεσματικότητα της συμπεριφοράς της απέναντι στο παιδί, εντείνοντας το αίσθημα μειωμένου ελέγχου και καθιστώντας κρίσιμη την αναζήτηση συναισθηματικής και πρακτικής στήριξης (Javadifar et al., 2016, σ.148).
Η καθολική στροφή της προσοχής της προς το μωρό έχει συχνά ως αποτέλεσμα την παραμέληση της σχέσης με το σύζυγό της φέρνοντας συχνά επιδείνωση και αστάθεια. Επιπλέον, περιορίζεται ο χρόνος για κοινωνικές συναναστροφές ή δραστηριότητες αναψυχής, εντείνοντας τις εσωτερικές της συγκρούσεις (Javadifar et al., 2016, σ.149). Επιπρόσθετες προκλήσεις για τη νέα μητέρα είναι ο μητρικός θηλασμός και η επιστροφή στην εργασία. Ο μητρικός θηλασμός ενισχύει την ευημερία της μητέρας και του παιδιού, ωστόσο οι περισσότερες εργαζόμενες μητέρες αδυνατούσαν να θηλάσουν το προβλεπόμενο όριο των 6 μηνών (Kadale et al., 2018, σ. 2909) εκδηλώνοντας σύμφωνα με τον Madhura et al. έντονο εργασιακό άγχος, ειδικά σε περιπτώσεις έλλειψης κοινωνικής υποστήριξης (2014,όπ. αναφ. στο Kadale et al. , 2018).
Η γέννηση ενός παιδιού στην οικογένεια δεν αφορά απλά την προσθήκη ενός νέου μέλους αλλά επιφέρει αλλαγές στη λειτουργικότητα όλου του συστήματος, προκαλώντας ανακατανομή στους ρόλους και τους συνασπισμούς των μελών (Παπαδιώτη- Αθανασίου, 1993, σ.8). Mια μητέρα στη σύγχρονη εποχή πασχίζει να βρει την ισορροπία ανάμεσα στους ρόλους της μητέρας, εργαζόμενης, συντρόφου κλπ. Οι ρόλοι περιγράφουν τις αποδεκτές συμπεριφορές των μελών και καθορίζουν τη λειτουργικότητα του συστήματος (Bigner & Gerhardt, 2020, σ.124).
Η θεωρία των οικογενειακών συστημάτων εξετάζει τις αλληλεπιδράσεις των μελών με γνώμονα τη διατήρηση της οικογενειακής σταθερότητας σε βάθος χρόνου (Bigner Gerhardt,2020,σ.122). Σύμφωνα με τον Jackson, τα οικογενειακά συστήματα διαθέτουν μια ροπή προς τη διατήρηση της σταθερότητας και της ισορροπίας, την επονομαζόμενη ομοιόσταση (Dallos & Draper, 2015, σ.42-43).Τα υγιή οικογενειακά συστήματα υιοθετούν μια ισορροπημένη στάση ανάμεσα στην αλλαγή και τη σταθερότητα, ειδικά σε συνθήκες έντονου στρες (Bigner & Gerhardt, 2020,σ.125). Στο όνομα της διατήρησης της σταθερότητας το υγιές σύστημα προτιμά την επίλυση του προβλήματος ενώ το παθολογικό προτιμά τη διαιώνιση του προβλήματος προβάλλοντας αντίσταση στην επίλυσή του. Στο παράδειγμα όπου η μητέρα εκδηλώνει στρες κατά την επιστροφή της στην εργασία το υγιές σύστημα θα τη στηρίξει για να αποκατασταθεί η ισορροπία ( π.χ. αναζήτηση βοήθειας, ανάληψη οικονομικών ευθυνών εξ ολοκλήρου από το σύντροφο). Αντίθετα, αν η πρόθεση εγκατάλειψης της εργασίας εκ μέρους της μητέρας επιφέρει κίνδυνο επαναλαμβανόμενων συγκρούσεων μεταξύ του ζευγαριού και ενδεχόμενη διάλυση του συστήματος, θα προτιμηθεί η αντίσταση στην αλλαγή και η διατήρηση της παθολογικής κατάστασης.
Το σύστημα της οικογένειας έχει όρια, τα οποία ορίζονται από το νοητό κύκλο που περιβάλλει τα μέλη που βρίσκονται σε σχέση και αλληλεξάρτηση . Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο κύκλος αυτός περιλαμβάνει τους γονείς και τα παιδιά (Παπαδιώτη- Αθανασίου, 1993, σ.9-10).
Η ευελιξία των ορίων είναι το στοιχείο που εγγυάται την επιτυχή λειτουργικότητα του συστήματος, καθώς ανάλογα με την περίπτωση τα όρια θα πρέπει να γίνονται περισσότερο ή λιγότερο κλειστά προκειμένου να προστατεύσουν το σύστημα. Στην περίπτωση του ζευγαριού που προετοιμάζεται να αποκτήσει παιδί, τα εξωτερικά όρια γίνονται πιο κλειστά για να αποκτήσει το σύστημα συνοχή και οργάνωση, ενώ μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού τα όρια αυτά ανοίγουν προκειμένου να συμπεριλάβουν τα πρόσωπα που θα στηρίξουν και θα βοηθήσουν την οικογένεια όπως παππούδες, βρεφοκόμοι, νταντάδες (Παπαδιώτη- Αθανασίου, 1993, σ.17).
Σύμφωνα με τον Bowen, όταν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα σε δύο μέλη σε μια ομάδα, προστίθεται ένα τρίτο μέλος ώστε να αποφευχθεί η ένταση μεταξύ τους. Τα δυαδικά συστήματα γίνονται τριαδικά υπό συνθήκες στρες , καθιστώντας την τριγωνοποίηση όπως λέγεται κυρίαρχο στοιχείο της οικογενειακής δομής (Παπαδιώτη- Αθανασίου, 1993, σ.28-29).
Με τον ερχομό ενός παιδιού, η δυάδα του ζευγαριού μπορεί να αποσταθεροποιηθεί λόγω της σύγκρουσης που μπορεί να φέρει η γέννηση του παιδιού σε ένα ισορροπημένο γάμο ή αντίθετα να σταθεροποιηθεί µε την προσθήκη ενός τρίτου προσώπου (Γιώτσα κ. συν., 2011, σ.11). Ο Bowen μίλησε για το αδιαφοροποίητο μαζικό εγώ της οικογένειας, διαπιστώνοντας πως η οικογένεια αποτελεί μια αδιαφοροποίητη μάζα με μέλη που είναι συγχωνευμένα. Στόχος της θεραπευτικής προσέγγισης είναι να βοηθήσει το γονέα να διαμορφώσει έναν ξεχωριστό εαυτό και να διαφοροποιηθεί από τη συμβιωτική σχέση του με το παιδί. Συμπερασματικά, πρόκληση για τη νέα μητέρα είναι να διατηρήσει ψυχικά την αυτονομία της και να διαφοροποιηθεί υγιώς και ασφαλώς από τη διάχυτη αμορφία του οικογενειακού συστήματος, επιτυγχάνοντας για το σύστημα μια περίοδο καταπληκτικής ηρεμίας ( Bowen, 1966, σ.355, 373).
Η ψυχολόγος
Πωλίνα Αναγνωστοπούλου
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Mercer, R. T. (2004). Becoming a mother versus maternal role attainment. Journal of Nursing Scholarship, 36(3), 226-232. https://doi.org/10.1111/j.1547-5069.2004.04042.x
Javadifar, N., Majlesi, F., Nikbakht, A., Nedjat, S., & Montazeri, A. (2016). Journey to motherhood in the first year after child birth. Journal of Family & Reproductive Health, 10(3), 146-153. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5241359/
Kadale, P. G., Pandey, A. N., & Raje, S. S. (2018). Challenges of working mothers: Balancing motherhood and profession. International Journal of Community Medicine and Public Health, 5(7), 2905. https://doi.org/10.18203/2394-6040.ijcmph20182620
Παπαδιώτη-Αθανασίου, Β. (1993). Τα “όρια” και η σημασία τους στη λειτουργία της οικογένειας και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Ιωάννινα: Πανεπιστημιακές Σημειώσεις.
Bigner, J. J., & Gerhardt C. (2020). Σχέσεις γονέα-παιδιού: Εισαγωγή στη γονικότητα. Αθήνα: Πεδίο.
Dallos, R., & Draper, R. (2015). Ebook: An introduction to family therapy: Systemic theory and practice. McGraw-Hill Education (UK).
Γιώτσα, Ά., Μακρή, Ε., Κούτελου, Σ., Σταματελάτου, Ά., & Χαβρεδάκη, Α. (2011). Συστημική θεώρηση οικογένειας και ομάδες συμβουλευτικής γονέων. https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/bitstream/123456789/5840/1/1.%ce%a3%cf%85%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bc%ce%b9%ce%ba%ce%ae%20%ce%b8%ce%b5%cf%8e%cf%81%ce%b7%cf%83%ce%b7%20%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%b3%ce%ad%ce%bd%ce%b5%ce%b9%ce%b1%cf%82%20%20%ce%ba%ce%b1%ce%b9%20%ce%bf%ce%bc%ce%ac%ce%b4%ce%b5%cf%82.pdf
Bowen, M. (1966). The use of family theory in clinical practice. Comprehensive psychiatry, 7(5), 345-374. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0010440X66800652
コメント